- αποκαλυπτήριος, -ια, -ιο
- αποκαλυπτήριος, -α, -ο αυτός που συντελεί στο ξεσκέπασμα, στο φανέρωμα· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αποκαλυπτήρια τελετή κατά την οποία ο ανδριάντας ή άλλο μνημείο ξεσκεπάζεται, για να το βλέπουν πια όλοι: Έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Καραϊσκάκη· φρ. «του έκανα τα αποκαλυπτήρια», αποκάλυψα το κακό ποιόν κάποιου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.