αποκαλυπτήριος, -ια, -ιο

αποκαλυπτήριος, -ια, -ιο
αποκαλυπτήριος, -α, -ο αυτός που συντελεί στο ξεσκέπασμα, στο φανέρωμα· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αποκαλυπτήρια τελετή κατά την οποία ο ανδριάντας ή άλλο μνημείο ξεσκεπάζεται, για να το βλέπουν πια όλοι: Έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Καραϊσκάκη· φρ. «του έκανα τα αποκαλυπτήρια», αποκάλυψα το κακό ποιόν κάποιου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκαλυπτήριος — α, ο 1. αυτός που αποκαλύπτει, αποκαλυπτικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αποκαλυπτήρια α) η δημόσια τελετή για την αποκάλυψη ανδριάντα ή έργου τέχνης β) μτφ. η δημόσια αποκάλυψη κακών πράξεων ή σχεδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαλύπτω. Η λ. στον… …   Dictionary of Greek

  • φανερωτικός, -ή — ό ο ικανός στο να φανερώνει, ο αποκαλυπτικός, ο αποκαλυπτήριος: Οι έρευνες των δημοσιογράφων ήταν φανερωτικές για τις δημόσιες καταχρήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”